λυτάρι

λυτάρι
το
βλ. λητάρι, το.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λυτάρι — το βλ. λητάρι …   Dictionary of Greek

  • αλυτάρωτος — η, ο [λυτάρι] 1. ο μη δεμένος με λυτάρι, λαιμαριά (για ζώα) 2. (άνθρωπος) που δεν υποβάλλεται σε αυστηρή πειθαρχία, αμολυτός, ασύδοτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”